Οινοποιήσιμες Ποικιλίες του Ελληνικού Αμπελώνα

Ημερομηνία δημοσίευσης: 04/04/2009

Από τον πρόλογο του βιβλίου

Πριν από έντεκα χρόνια, όταν ξεκίνησα την καριέρα μου σαν γεωπόνος του Διεπαγγελματικού Συνδέσμου Οίνων Ο.Π.Α.Π. Νάουσα, συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα την έλλειψη στοιχείων κυρίως σχετικά με την καλλιεργητική, αλλά και την οινολογική συμπεριφορά των ελληνικών ποικιλιών αμπέλου, ακόμη και των σημαντικότερων, αυτών που επικρατούν στις ζώνες Ονομασίας Προελεύσεως.

Αργότερα, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Γαλλία, η επαφή μου με τον πλούτο των πληροφοριών που βρίσκει κανείς σ’ αυτή τη χώρα σχετικά με θέματα αμπελουργίας και οινολογίας, με έκαναν να αισθάνομαι σαν «φτωχός συγγενής», γιατί μπορεί να ήμουν περήφανη επειδή η χώρα μου έκανε γνωστή την αμπελοκαλλιέργεια στους δυτικοευρωπαίους, αλλά η περηφάνια μου αφορούσε ένα πολύ μακρινό παρελθόν.

Από το 1996 και μετά, σαν σύμβουλος της εταιρίας ΒΙΤΡΟ ΕΛΛΑΣ Α.Ε. και υπεύθυνη της κλωνικής επιλογής ελληνικών οινοποιήσιμων ποικιλιών, είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω στους αμπελότοπους της Ελλάδας και να γνωρίσω ανθρώπους με μεράκι για το αμπέλι. ανθρώπους, δυστυχώς λίγους και μεγάλης ηλικίας, που μπορούσαν από μακριά να ξεχωρίσουν ένα καλάθι της ποικιλίας Κατσανό  ανάμεσα σε αυτά του Ασύρτικου, αλλά και άλλους που δεν γνώριζαν τις ποικιλίες που καλλιεργούσαν στο αμπέλι τους. Είχα επίσης την ευκαιρία να συζητήσω με αμπελουργούς, να διαπιστώσω τη δίψα τους να μάθουν για να στήσουν σωστά τον αμπελώνα τους με την κατάλληλη ποικιλία και τις σωστές καλλιεργητικές τεχνικές, με οινολόγους-οινοποιούς, οι οποίοι  αγωνιούν και αναζητούν το ποιοτικό δυναμικό που κρύβει ο ελληνικός αμπελώνας, αλλά και με απλούς οινόφιλους, που ενδιαφέρονται να μάθουν λίγο περισσότερα πράγματα για τις ποικιλίες αμπέλου που δίνουν τα αγαπημένα τους κρασιά.

Έτσι αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο αφιερωμένο στο ανεξερεύνητο δυναμικό του ελληνικού αμπελώνα-ενός από τους πλουσιότερους του κόσμου-για να βοηθήσω τον αμπελουργό και τον οινοποιό να πάρει τις σωστές αποφάσεις και να εξασφαλίσει αυτά που επιδιώκει καλλιεργώντας την ή τις κατάλληλες ποικιλίες.

Ίσως ορισμένοι να σκεφτούν πως βιάστηκα, πως έπρεπε να επιδιώξω την συγκέντρωση περισσότερων στοιχείων κυρίως για όσες ελληνικές ποικιλίες είναι άγνωστες, ώστε να εκδώσω ένα «σύγγραμμα». Όμως ομολογώ πως δεν άντεχα να περιμένω. Μέρα με την ημέρα, ποικιλίες χάνονται, καθώς και οι αμπελουργοί που μπορούν και τις αναγνωρίζουν, ενώ νέοι αμπελώνες φυτεύονται κυριολεκτικά στα τυφλά. Δεν μπορώ να μην προβληματίζομαι, όταν ο αμπελουργός φυτεύει μια ποικιλία που δεν προσαρμόζεται στο έδαφος της γης του, όταν φυτεύει μία ουδέτερη, ξένη ποικιλία, από άγνοια για το θησαυρό που κρύβει το ντόπιο δυναμικό.

Έτσι αποφάσισα να κάνω κάθε ενδιαφερόμενο κοινωνό του υλικού που έχω συγκεντρώσει τα τελευταία 4-5 χρόνια της ενασχόλησής μου με τις ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα. Το υλικό αυτό προέρχεται από παλαιότερες βιβλιογραφικές αναφορές, δυστυχώς λιγοστές, από σύγχρονες μελέτες, κυρίως όμως από προσωπική επιτόπια έρευνα. Ελπίζω ότι το βιβλίο αυτό θα βοηθήσει την ελληνική αμπελουργία καλύπτοντας το βιβλιογραφικό κενό που αναμφισβήτητα υπάρχει σήμερα, δεδομένου ότι η πρόσβαση στις εξαντλημένες αμπελογραφίες δεν είναι εύκολη αλλά και η «επιστημονικότητά τους» δεν τις καθιστά εύκολα αναγνώσιμες από τον κόσμο της υπαίθρου.

Την απόφαση έκδοσης του συγκεντρωμένου υλικού βάρυνε και ένας άλλος λόγος: Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό μπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα η οποία θα οδηγήσει στην γνώση που είναι απαραίτητη σήμερα, μια εποχή όπου το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού αμπελώνα βρίσκεται στη φάση της αναδημιουργίας και του επαναπροσδιορισμού των ζωνών αμπελοκαλλιέργειας.


Το βιβλίο περιλαμβάνει τέσσερα μέρη:

  • Το πρώτο αφορά τις περισσότερο γνωστές ελληνικές ποικιλίες, για τις οποίες υπάρχουν αξιόλογες βιβλιογραφικές αναφορές.
  • Το δεύτερο περιλαμβάνει ποικιλίες πολύ λίγο γνωστές, για τις οποίες υπάρχουν ελάχιστα δεδομένα τόσο για την καλλιεργητική τους συμπεριφορά όσο και για τα οινολογικά χαρακτηριστικά τους.
  • Το τρίτο αναφέρεται στις ξενικές ποικιλίες, που εισήχθηκαν για καλλιέργεια στη χώρα μετά το 1960.
  • Τέλος, το τέταρτο μέρος αποτελείται από το Γλωσσάρι, που στοχεύει στην κατανόηση των όρων που χρησιμοποιούνται στο κείμενο.

Η έκδοση του βιβλίου αυτού δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την βοήθεια ορισμένων ανθρώπων, στους οποίους θεωρώ ευχάριστη υποχρέωση να εκφράσω και από τη θέση αυτή, τις θερμές μου ευχαριστίες:

Και πρώτα από όλους, στην κυρία Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα, τη μεγάλη αυτή κυρία του ελληνικού κρασιού η οποία έσκυψε με γνώση και αυστηρότητα -για την οποία την ευγνωμονώ- πάνω στα αρχικά μου κείμενα τα οποία ακούραστα διάβασε και διόρθωσε.
Στον κύριο Μανόλη Σταυρακάκη, καθηγητή του εργαστηρίου Αμπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, για τις πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την γενετική ταυτοποίηση ορισμένων ποικιλιών.
Στον φίλο χημικό-οινολόγο Γιάννη Βογιατζή για τη διαρκή ενθάρρυνση και υποστήριξη.
Στους γεωπόνους, οινολόγους και οινοποιούς: Αντζουλάτο Γεράσιμο, Βαϊμάκη Βασίλη, Βαμβακούση Πέτρο, Beamish Gabrielle, Γεροβασιλείου Βαγγέλη, Ευαγγελίου Παρασκευά, Καρρά Μανόλη, Καρυώτογλου Ηλία, Μπατιάνη Ευθύμιο, Ρούβαλη Άγγελο, Σιγάλα Πάρη, Σκλάβο Βλάση, Τάσκο Δημήτρη, Τριχείλη Ηρακλή, Τσακίρη Στέλιο, Τσιμπίδη Γιώργο, που μοιράστηκαν μαζί μου τις εμπειρίες τους σχετικά με τις ποικιλίες που ο καθένας πολύ καλά γνωρίζει.

Στους φίλους αμπελουργούς: Βογιατζή Χαρίση, Γράβα Παναγιώτη, Διαμαντή Κώστα, Κωνσταντάκη Γιάννη, Μητρόπουλο Νερατζή, Πελεκάνο Βαγγέλη, που γύρισαν μαζί μου τους αμπελώνες των περιοχών τους, καθώς και στον Καρανάτσιο Θωμά, τον Δαλαμάρα Κώστα, και όλους τους αμπελουργούς της Νάουσας που κοντά τους πρωτόμαθα ν’ αγαπώ το αμπέλι.

Στην εταιρία ΒΙΤΡΟ ΕΛΛΑΣ Α.Ε., που μου έδωσε την ευκαιρία να επισκεφτώ και να γνωρίσω μεγάλο αριθμό αμπελουργικών περιοχών.

Στην οικογένειά μου-στους δικούς μου ανθρώπους-για την αγάπη τους, την διαρκή υποστήριξη, την μεγάλη κατανόηση και τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκαν όταν οι σπουδές μου στη Γαλλία και τα πολλά ταξίδια στους αμπελώνες της πατρίδας μας με κράταγαν μακριά τους.
Δείτε επίσης τον πρόλογο της κας Σταυρούλας Κουράκου Δραγώνα