Ο πρόλογος του βιβλίου από την κα. Σταυρούλα Κουράκου Δραγώνα

Το βιβλίο της Χαρούλας Σπινθηροπούλου αποτελεί μια ξενάγηση στα κρασάμπελα του τόπου μας, τα οποία έχει περπατήσει σπιθαμή προς σπιθαμή. Γι’ αυτό διάβασα με πολύ προσοχή και μεγάλο ενδιαφέρον το δακτυλογράφημά της, όταν αποφάσισε να δημοσιεύσει όσα στοιχεία έχει συγκεντρώσει κατά τις επίπονες περιπλανήσεις της στην ελληνική ύπαιθρο, στην προσπάθεια να γνωρίσει τις ποικιλίες οιναμπέλου στο οικολογικό περιβάλλον καλλιέργειά τους.
Μας τις παρουσιάζει ομαδοποιημένες σε τρεις ενότητες:
Στην πρώτη αναφέρονται όσες γηγενείς ποικιλίες είναι πια σήμερα γνωστές, δεδομένου ότι καλλιεργούνται σε σημαντικές εκτάσεις και αποτελούν την κύρια πρώτη ύλη παραγωγής των ελληνικών εμφιαλωμένων οίνων.
Στην δεύτερη περιλαμβάνονται γηγενείς ποικιλίες λίγο-πολύ άγνωστες, που περιμένουν την αξιολόγησή τους τόσο από αμπελουργική άποψη όσο και από πλευράς οινικής ποιότητας. Αποτελούν εν δυνάμει ποικιλιακό πλούτο του ελληνικού αμπελώνα.
Στην Τρίτη βρίσκουμε την περιγραφή των ξενικής προέλευσης ποικιλιών, που άρχισαν να καλλιεργούνται στον τόπο μας κατά τη δεκαετία του ‘70, καθώς και επισημάνσεις για το σωστό τρόπο καλλιέργειας της κάθε μιας από αυτές, δεδομένου ότι είναι άγνωστες στους έλληνες αμπελουργούς.
Δεδομένου ότι το βιβλίο αναφέρεται στις ποικιλίες οιναμπέλου, η σταφυλική παραγωγή των οποίων αποτελεί την πρώτη ύλη των οινοποιείων, δεν είναι άσκοπο να θυμηθούμε ότι οι διάφορες ποικιλίες- τα «είδη των σταφυλιών» όπως έγραφαν οι παλαιότεροι- δεν είναι όλες προικισμένες με τους ίδιους γενετικούς χαρακτήρες.
Και όπως η παιδεία δεν μπορεί να δημιουργήσει μεγάλους τεχνίτες του στίχου, του χρωστήρα του πενταγράμμου, εάν οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι από τη φύση τους χαρισματικοί, έτσι και η τεχνολογία δεν μπορεί να συντελέσει στην παραγωγή οίνων υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών, εάν τα σταφύλια που οινοποιούνται δεν προέρχονται από ποικιλίες προικισμένες με γενετικούς χαρακτήρες υψηλής οινικής ποιότητας.
Επειδή όμως τα σταφύλια τρέφονται με ουσίες που συνθέτουν τα φύλλα ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής και περιέχουν στοιχεία που το φυτό απορροφά με τις ρίζες του από το έδαφος, οι εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής όπου καλλιεργείται μια ποικιλία αμπέλου, χωρίς να μεταβάλλουν τους γενετικούς χαρακτήρες της, επηρεάζουν την ιδιοσυστασία των σταφυλιών της. Γι αυτό, τα κρασιά που προέρχονται από περιοχές με σαφώς διαφορετικό οικολογικό περιβάλλον παραλλάσσουν γευστικά, ακόμα και όταν παράγονται από σταφύλια της ίδιας ποικιλίας.
Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι υπάρχουν ποικιλίες προικισμένες με μεγάλη βιολογική πλαστικότητα, οι οποίες προσαρμόζονται εύκολα στις διάφορες εδαφοκλιματικές συνθήκες, γι αυτό και έχουν μεγάλη καλλιεργητική διασπορά. πρόκειται για τις διεθνοποιημένες ποικιλίες που καλλιεργούνται τελευταία και στη χώρα μας. κι από τις γηγενείς π.χ. ο Ροδίτης και το Ασύρτικο.
Υπάρχουν όμως και άλλες που είναι ιδιαίτερα απαιτητικές από πλευράς οικολογικού περιβάλλοντος καλλιέργειάς τους. δεν αποδίδουν τον αρωματικό χαρακτήρα τους και γενικά τις οινικές ιδιαιτερότητές τους, παρά μόνον υπό αυστηρά καθορισμένο βιοκλίμα, όπως π.χ. το Μοσχοφίλερο, το Ξινόμαυρο, το Μοσχάτο λευκό κ.α. Χρειάζεται ως εκ τούτου, μεγάλη σύνεση στην επιλογή του ποικιλιακού παράγοντα, όταν πρόκειται να καλλιεργηθεί σε διαφορετικό οικολογικό περιβάλλον, γιατί η αμπελουργική εκμετάλλευση που φυτεύει νέες ποικιλίες δεσμεύει τη γη της για 20-25 χρόνια.
Ένας τρίτος παράγοντας έρχεται να επηρεάσει την ιδιοσυστασία των σταφυλιών: ο ίδιος ο αμπελουργός, ο οποίος-ανάλογα με τις επιλογές του από πλευράς καλλιεργητικής τεχνικής και κυρίως κλαδέματος, λίπανσης και άρδευσης, σε συνδυασμό με τη φύση και τη γονιμότητα του εδάφους-επηρεάζει τις στρεμματικές αποδόσεις. Και η εμπειρία έχει αποδείξει ότι ενώ είναι δυνατόν να παραχθούν στις θερμές περιοχές οίνοι ευχάριστοι από αμπελώνες με υψηλές αποδόσεις, οι «μεγάλοι οίνοι» με την πραγματική έννοια των οίνων υψηλής ποιότητας, προέρχονται από αμπελώνες με μικρές ή έστω μέτριες αποδόσεις. Και μάλιστα οι ερυθροί οίνοι είναι πολύ πιο απαιτητικοί ως προς αυτό το θέμα από τους λευκούς ξηρούς οίνους.
Πράγματι ευχάριστους οίνους είναι πια εύκολο να παράγουν τα οινοποιεία μας χάρις στη θεαματική βελτίωση-κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια-του τεχνολογικού εξοπλισμού και της τεχνογνωσίας που έχει αποκτηθεί. Όμως οίνους υψηλής ποιότητας δεν θα μπορέσουν να παράγουν, όποια ποικιλία και εάν καλλιεργηθεί, όσο ο αμπελουργικός κόσμος θα εξακολουθεί να επιδιώκει μεγάλες στρεμματικές αποδόσεις από αραιοφυτεμένους αμπελώνες, εξαναγκάζοντας έτσι κάθε παραφορτωμένο πρέμνο να παράγει σταφύλια που το ίδιο το φυτό δεν έχει τη δυνατότητα να εφοδιάσει με οινικούς χαρακτήρες ποιότητας.
Γι αυτό δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω ότι η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των ελληνικών οίνων δεν εξαρτάται πια τόσο από τα οινοποιεία όσο από τους αμπελώνες: ποικιλιακή σύνθεση, βάρος σταφυλιών ανά πρέμνο, κλωνική επιλογή, υγιές και ταυτοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό, κατάλληλα αντιφυλλοξηρικά υποκείμενα κ.α.
Αλλά και γι αυτό παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον την Χαρούλα Σπινθηροπούλου από τα πρώτα της βήματα στον αμπελουργικό χώρο και εκτιμώ βαθύτατα τη γνώση και τη μεθοδικότητα με την οποία εργάζεται, την εμπιστοσύνη της στον ποικιλιακό πλούτο της χώρας μας αλλά και τον έμπρακτο ρεαλισμό, με τον οποίο προσπαθεί να συμβάλλει στην άρση των όποιων αδυναμιών επηρεάζουν την ποιότητα της σταφυλικής παραγωγής ως πρώτης ύλης της οινοποιίας.
Δεν κρύβω ότι επιτρέπω στον εαυτό μου να τρέφει ελπίδες για το αμπελουργικό μέλλον του τόπου μας, όταν βλέπω μια νέα γεωπόνο-έμπειρη, πολύγλωσση και μετεκπαιδευμένη στη Γαλλία-να μετακινείται με κέφι σε απομονωμένες περιοχές και δύσβατα μονοπάτια προς μελέτη άγνωστων ποικιλιών-όχι σπάνια αρχέγονων-για να σημαδέψει κλώνους, να πάρει εμβόλια και να δημιουργήσει αμπελώνες με υγιές πολλαπλασιαστικό υλικό.
Όλη αυτή η πείρα βρίσκεται συσσωρευμένη στις σελίδες του βιβλίου της, το οποίο-όπως το θέλησε η συγγραφέας του-δεν είναι αμπελογραφικό «σύγγραμμα» . απευθύνεται στους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τις ποικιλίες αμπέλου είτε γιατί είναι κατ’ επάγγελμα αμπελουργοί, είτε, γιατί στοχεύουν να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη αμπελουργική εκμετάλλευση, είτε, τέλος, γιατί είναι απλά οινόφιλοι και θέλουν να γνωρίσουν τις ποικιλίες των σταφυλιών, από τα οποία παράγονται τα κρασιά της προτίμησής τους. Γι αυτό και είναι γραμμένο στη λιτή και κατανοητή γλώσσα των ανθρώπων που βιώνουν τ’ αμπέλια στην πράξη.
Αθήνα, Ιούνιος 2000 Σταυρούλα Κουράκου