Οι ποικιλίες που καλλιεργούμε


Ξινόμαυρο:

 Η ευγενέστερη ερυθρή και μια από τις πιο πολυδύναμες ποικιλίες του βορειοελλαδίτικου χώρου. Η συνολικά καλλιεργούμενη με Ξινόμαυρο έκταση, ξεπερνά τα 18.000 στρέμματα. Εμφανίζει μεγάλη παραλλακτικότητα, που εντείνεται από τις διαφορετικές εδαφοκλιματικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες καλλιεργείται. Από σταφύλια του Ξινόμαυρου παράγονται οι ερυθροί ξηροί οίνοι Π.Ο.Π. «Νάουσα», «Αμύνταιο», «Γουμένισσα» (μαζί με σταφύλια της Νεγκόσκας), «Ραψάνη» (μαζί με σταφύλια του Κρασάτου και του Σταυρωτού), ο αφρώδης ροζέ ξηρός και ο αφρώδης ροζέ ημίγλυκος οίνος Ο.Π.Α.Π. «Αμύνταιο», και αρκετοί Τοπικοί και άλλοι επιτραπέζιοι οίνοι.

Είναι ποικιλία εύρωστη, ζωηρή και παραγωγική. Τα ερυθρά κρασιά της χαρακτηρίζονται από ένα μοναδικό άρωμα ντομάτας και φύλλων ελιάς που συμπλέκεται με αυτό της βιολέτας, της φράουλας, του κερασιού του φραγκοστάφυλλου, νότες καπνού, πιπεριού αλλά και μαρμελάδας κυδώνι. Έχουν υψηλή οξύτητα και πλούσιο φαινολικό δυναμικό που βοηθούν στη μακρόχρονη παλαίωσή τους. 

Τα τελευταία χρόνια έχουν απομονωθεί, 5 κλώνοι του Ξινόμαυρου, μέσα από τη διαδικασία της κλωνικής επιλογής που πραγματοποιήθηκε στην Βίτρο Ελλάς Α.Ε. Οι δύο από αυτούς και πιο συγκεκριμένα οι κλώνοι V3 και V6 έχουν αποδειχθεί από τις πειραματικές οινοποιήσεις ότι διαθέτουν τα πιο αξιόλογα οινικά χαρακτηριστικά και αυτοί οι δύο κλώνοι επιλέχθηκαν για καλλιέργεια στους αμπελώνες της Αργατίας.  

Νεγκόσκα: 

Ερυθρή ποικιλία του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου, η οποία καλλιεργείται σήμερα κυρίως στην περιοχή της Γουμένισσας, σε μια έκταση που πλησιάζει τα 700 στρέμματα, μεταφερόμενη εκεί από την Νάουσα. Είναι ποικιλία ζωηρή, εύρωστη, γόνιμη, παραγωγική, ανθεκτική στις περισσότερες ασθένειες. Η Νεγκόσκα δίνει κρασιά υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας, με καλό χρώμα. Συμμετέχει μαζί με το Ξινόμαυρο στην παραγωγή των Οίνων Ονομασίας Προελεύσεως «Γουμένισσα».

Μαυροδάφνη: 

Πρόκειται για μια ερυθρή ποικιλία η οποία καλλιεργείται στους νομούς Αχαίας, Ηλείας, Κεφαλληνίας, Λευκάδας και σποραδικά στους νομούς Κέρκυρας, Αρκαδίας, Χαλκιδικής και Μαγνησίας, καταλαμβάνοντας συνολικά μία έκταση κοντά στα 6.500 στρέμματα. 

Η ποικιλία παρουσιάζει σημαντική παραλλακτικότητα. Είναι μέτριας ζωηρότητας και ευρωστίας, γόνιμη, παραγωγική, ευαίσθητη στην ξηρασία και τον περονόσπορο, μέτρια ανθεκτική στο ωίδιο. Η Μαυροδάφνη, όταν καλλιεργείται σωστά, στο κατάλληλο εδαφοκλιματικό περιβάλλον, μπορεί να δώσει κρασιά ξηρά, υψηλόβαθμα, μέτριας οξύτητας, με καλό χρώμα, αλλά και θαυμάσια γλυκά κρασιά. Στους δικούς μας αμπελώνες καλλιεργούμε την παραλλαγή Τσιγγέλω, η οποία στους αμπελώνες μας δίνει κρασιά βαθύχρωμα, μέτριας οξύτητας με έντονο το βοτανικό χαρακτήρα που παντρεύεται με νότες μαύρων φρούτων του δάσους.

Μαλαγουζιά: 

Ποικιλία που καλλιεργείται διάσπαρτα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Συμμετέχει στην παραγωγή Τοπικών (Τοπικός Επανωμίτικος) και επιτραπέζιων οίνων. Την ποικιλία ανέδειξε ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου και στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι, ενώ τα τελευταία χρόνια η εξάπλωσή της είναι σημαντική αφού θεωρείται μία από τις πιο αρωματικές ελληνικές ποικιλίες. Το κρασί της Μαλαγουζιάς είναι υψηλόβαθμο, μέτριας περιεκτικότητας σε οξέα, με έντονα μοσχατίζον άρωμα. Στους δικούς μας αμπελώνες το άρωμα της Μαλαγουζιάς είναι περισσότερο βοτανικό με κυρίαρχα τα αρώματα του βασιλικού, της μέντας, αλλά και εσπεριδοειδών. 

Ασύρτικο: 

Η πιο εκπληκτική, πολυδύναμη λευκή ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα. Αρχικά καλλιεργούνταν στα νησιά των Κυκλάδων (Σαντορίνη), από εκεί μετανάστευσε στην Χαλκιδική, για να φθάσει σήμερα να καλλιεργείται σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Λόγω της υψηλής οξύτητας, του αρώματος και της ευκολίας προσαρμογής σε διάφορα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα, διατηρώντας το χαρακτήρα της, η ποικιλία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στη δημιουργία νέων αμπελώνων σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Το κρασί της ποικιλίας Ασύρτικο χαρακτηρίζεται από υψηλό αλκοολικό τίτλο υψηλή οξύτητα, σπάνια για λευκό μεσογειακό οίνο, χαρακτηριστικό ευχάριστο άρωμα και υψηλή συγκέντρωση φαινολών που το καθιστούν ευοξείδωτο. Στους δικούς μας αμπελώνες στο κρασί του Ασύρτικου συνυπάρχουν αρώματα εσπεριδοειδών, αλλά και γήινα αρώματα που εντείνονται από την σχετικά υψηλή οξύτητα και το πλούσιο σώμα.